- ἐκστραγγιεῖς
- ἐκστραγγίζωsqueezefut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκστραγγίζω — ἐκστραγγίζω (Α) εκθλίβω, πιέζω, στραγγίζω, ξεστραγγίζω («πίεσαι αὐτό, καὶ ἐκστραγγιεῑς», Ιεζεκ.) … Dictionary of Greek